MUSE THALIA |
Στην ελληνική μυθολογία, μία από τις εννέα Μούσες ήταν και η Θάλεια, κόρη της Μνημοσύνης και του Δία. Θεωρείται πλησιέστερη στην Τερψιχόρη.
Ήταν προστάτιδα ιδεατή ανθρωπόμορφη θεότητα της ευπρεπούς και κόσμιας
ευθυμίας. Παριστανόταν μόνο με τα σύμβολά της: αόρατη στα συμπόσια ως
εμπνεύστρια των εύθυμων τραγουδιών, στα οποία τόνιζε το πνευματώδες
κυρίως στοιχείο, βοηθούμενη από την «ιλαρότητα» (ευχαρίστηση) των
«ευωχουμένων» (συνδαιτυμόνων). Έτσι ως θεότητα της «καλής διάθεσης» και
της έναρξης του κεφιού αποχωρούσε μόλις άρχιζε ο θορυβώδης «κώμος».
Επίσης, η Μούσα Θάλεια είχε υπό την προστασία της τη βουκολική
ποίηση, δηλαδή τα αντίστοιχα σημερινά δημοτικά τραγούδια και αργότερα
την κωμωδία.
Γι΄ αυτό και παριστανόταν συνήθως με στέφανο κισσού στην κόμη,
κρατώντας στο αριστερό χέρι προσωπείο (= μάσκα) θεάτρου και στο αριστερό
κοινή βακτηρία (= ράβδο), με ελαφριά ένδυση και ενίοτε με τρίχινο
χιτώνα, (ακριβώς τα σημερινά ακόμη σύμβολα του χώρου της δημοτικής
μουσικής).
Το όνομά της προήλθε από το ρήμα θαλλέω - Θαλλώ, που
σημαίνει βλαστάνω άφθονα, ανθίζω πλούσια, ευδοκιμώ. Ρήμα που ήταν
εύχρηστο μόνο στον Ενεστώτα και Παρατατικό χρόνο. Το ουσιαστικό θαλλός σήμαινε ο κάθε νέος κλώνος, κοινώς βλαστάρι.